Τι να πρωτοθυμηθώ για σένα Παλιό Όμορφο χωριό...
Χτισμένο στις παρυφές της Βελούτας, ανάμεσα στις εκκλησίες του Αη Νικόλα, της Αγίας Παρασκευής (προστάτιδας της ευλογιάς με το καρφωμένο πέταλο στον βράχο), και του Αη Γιώργη, μόλις ανατέλλει ο ήλιος αρχίζει να αγκαλιάζει τα πρώτα σου σπίτια και μόλις δύει σε χαιρετάει καθώς χτυπάει τελευταία στο αλογοβούνι λες και δεν θέλει να σε εγκαταλείψει. Θυμάμαι το καλοκαίρι τον μπάρμπα Γιώργη μόλις τα απόσκια ήταν στα αμπέλια που ανηφόριζε τον καλυβωτό δρόμο καβάλα στο γαϊδουράκι του μ ένα καλάθι σταφύλια για να πάει στο σπίτι του και όταν έφθασε στο καφενείο του Χολή στάθηκε, χαιρέτησε τους χωριανούς, τους φίλεψε δύο τσαμπιά σταφύλια (αετονύχια) και στην πρόταση τους να τον κεράσουν, εκείνος καταδέχτηκε με ένα λουκούμι και ένα ποτήρι κρύο νερό που μόλις είχαν φέρει από την φυσική βρύση που στόλιζε το χωριό. Βούτηξε το λουκούμι μέσα στο ποτήρι πριν το φάει, τους είπε στην υγειά σας, ήπιε το νερό, σκούπισε το σαγόνι με το χέρι και ύστερα έφυγε.
Το καλοκαίρι το χωριό ερήμωνε γιατί οι περισσότεροι κάτοικοι, άφηναν τα σπίτια τους και μετακόμιζαν στα χωράφια που είχαν φτιάξει τις λιάστρες όπου βελόνιαζαν τον καπνό. Στο χωριό, έμεναν γέροι, μικρά παιδιά, ερχόταν δε που και που οι νοικοκυρές για να ζυμώσουν και στην βία τους να τα προλάβουν όλα, όταν πήγαιναν για νερό στις δύο βρύσες, καθώς το νερό ήταν λιγοστό, μάλωναν για το ποια θα πάρει σειρά πρώτη και χαλούσε ο κόσμος από το χτύπημα των αγγείων. Θυμάμαι τον χειμώνα στις 6 ώρα το πρωί, τον μπάρμπα Γιάννη, μέσα στο ανεμοβρόχι, ήλθε από το σπίτι του στο καφενείο του Πλιαμέρη (Χανάκια), κάθησε σε ένα τραπέζι, έβαλε το χέρι του στην τσέπη, έβγαλε ένα μάτσο φύλλα καπνού τα πόστιασε με επιμέλεια, μετά έβγαλε μια μαχαίρα (που η κόψη της έκανε ακόμη και για ξυράφι) και άρχισε να κόβει τον καπνό (λες και έκοβε μαρουλοσαλάτα) με τέτοια τέχνη που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει και το πιο αυτόματο κοπτικό μηχάνημα.
Στο μεταξύ έφτασε ο καφές που είχε παραγγείλει, ψημένος στη χόβολη του παραδοσιακού τζακιού που άναβε στο καφενείο, έστριψε το τσιγάρο του και άρχισε την πρωινή συζήτηση με τους άλλους συγχωριανούς. Η λάμπα πετρελαίου κρεμασμένη στο ταβάνι, φώτιζε το χώρο, το ραδιόφωνο με τα κουμπιά στο ράφι του καφενείου μια μετέδιδε δημοτικά τραγούδια μια έλεγε τα νέα της ημέρας (ατμόσφαιρας χαράς ευαγγέλια).
Την ημέρα αν αγνάντευες το χωριό, έβλεπες σε όλα τα σπίτια τις καπνοδούχους των τζακιών (μοναδικό μέσο θέρμανσης) σε λειτουργία και τα βράδια στο τζάκι που ήταν εστία συγκέντρωσης και θαλπωρής της οικογένειας, έδινε το φως του το παραδοσιακό λυχνάρι (μοναδικό μέσο φωτισμού), για το τραπέζι που ήταν στρωμένο με πυρωμένο ψωμί, ζεστό φαγητό μαγειρευμένο στα καυσόξυλα και τα ποτήρια γεμάτα κρασί που ζέσταιναν και έφραιναν τους κατοίκους.
Την άνοιξη όλο το χωριό φύτευε τα καπνά και φρόντιζε τα αμπέλια ( σκάλισμα, ρέντισμα, στρολλόγημα) με μοναδικά μέσα μεταφοράς τα γαϊδουράκια, ο ντουρβάς με το πρόχειρο φαγητό (ψωμί, τυρί, ελιές κλπ) που θα καταναλωνόταν στο χωράφι. Το φθινόπωρο εποχή της συγκομιδής (σοδειάς) και προμήθειας με καυσόξυλα για τα τζάκια.
Θυμάμαι τις γιορτές, όλος ο κόσμος, φορούσε τα καλά του και πήγαινε στην εκκλησία, αργότερα στα καφενεία οι άνδρες του χωριού έπιναν τα ποτά τους (χαιρετισμοί, φιλιά, αγάπες, κέφια) και μετά έκοβαν βόλτες από το μαγαζί της εκκλησίας μέχρι το αλωνάκι (πανοραμικό καραούλι) απ’ όπου αγνάντευαν τον κάμπο με τα χωράφια που έμοιαζε σαν κεντημένος τάπητας. Τι να πρωτοθυμηθώ για σένα όμορφο χωριό!
Του Νικολάου Ευστ. Τσόμπου