top

banner 02

Ου Γιώργους, oυ Γιάννους κι του παθμά τσ

Γράφει ο Θεόδωρος Χρ. Κακκαβάς


-Γιώργου την πάτσαμι, δεν έπριπι να του κάμουμι ημείς αυτό. Τι διαολ΄ χερ΄ μας έσπρουξι σι τούτην τα σκάφ.
Τι χνερ είναι τούτο πόπαθαμι.
-Ξέρου ‘γω μουρέ Γιάννου, αλλά φαίνιτι τάθελι κι ου κουλάκις μας. Τόσα χρόνια την ίβλιπαμι κι δεν την πείραζαμι, σήμιρα βλεπς ήθιλαμι να γίνουμι κι καπεταναραίοι.
Ασφάκα, πιρνάρ, σχινάρα Γιάννουμ κι χάθκαμι.

Και η βάρκα αρμένιζε στα ήσυχα νερά του Ιουνίου και απομακρυνότανε από τις ακτές της γραφικής Βελάς προς άγνωστη κατεύθυνση, όπως το αλληγορικό τρελοκάραβο του μεγάλου μας ποιητή που πρόσφατα μας εγκατέλειψε. Ίσως ο Κάλαμος, ο Καστός, η Άτοκος ή το Θιάκι να ήταν τα πιο πιθανά λιμάνια. Πότε όμως θα έφθαναν και μετά από πόση ταλαιπωρία; Και τι θα γίνονταν τα ζώα; Και θα άντεχαν κουρασμένοι διψασμένοι και νηστικοί να θαλασσοδέρνονται τόσες ώρες; Πότε στην Αλογομαντόρα, πότε στο Σταυρολιμνιώνα, πότε στην Σβάρνα και πότε στο Βαρσανά κατέβαζαν τα πρόβατα ο μπαρμπα Γιώργης, με το μπάρμπα Γιάννο για να τα ποτίσουν και μερικές φορές να πλύνουν και τα μαλλιά τους. Ιδίως η Αλογομάντρα προσφερόνταν για τέτοια δουλειά επειδή τα νερά είναι ρηχά. Εκεί ο μπαρμπα Γιώργης, νιόπαντρος, έχασε την βέρα του καθώς έπλενε τα πρόβατα και από τον πίνο των μαλλιών αυτή του γλίστρησε από το χέρι.

Άδικα έψαχνε αρκετές ώρες και δεν την έβρισκε γιατί τα νερά ήταν θολά και δεν έβλεπε.
Πως θα πήγαινε τώρα χωρίς βέρα σπίτι και πως θα δικαιολογούσε το χαμό της στην γυναίκα του; Σηκώθηκε την άλλη ημέρα πρωί πρωί που η θάλασσα ήταν ήρεμη και είχε ξεθολώσει κα βρήκε την βέρα του που γυάλιζε στις πρώτες ακ΄τινες του ήλιου και έτσι γλίτωσε από την γυναικομουρμούρα.

Οι Φράγκοι (Καλαμισάνοι ή Καστιώτες) ψαράδες έπιαναν τα φυσικά λιμάνια της Βελάς για να πουλήσουν την ψαριά τους στους ξομάχους ή για να επισκευάσουν μικροζημιές ή για να αποφύγουν κακοκαιρίες, Τούτη την μέρα ο μπαρμπα Γιώργης με τον φίλο του το Γιάννο πήραν την μεγάλη απόφαση καθώς είδαν μια παλιόβρακα στην ακτή. Θα πήγαιναν βαρκάδα χωρίς να ξέρουν ούτε κουπί. Ούτε κολύμπι. Μπορεί να είχαν την θάλασσα μέσα στα πίδα τους για χρόνια όμως δεν είχαν καμία σχέση με αυτή. Ρίχνουν την βάρκα στη θάλασσα μπαίνουν μέσα κι αρχίζουν να χτυπάνε το κουπί με άγαρμπες και αδέξιες κινήσεις αλλά προς μια κατεύθυνση και αφού έφθασαν μεσοπέλαγα, τότε άρχισαν να ανησυχούν για το πώς θα στρίψουν την βάρκα για να γυρίσουν πίσω. Είδαν και αποείδαν, προσπαθούσαν, αλλά μάταια η βάρκα πήγαινε μόνο μπροστά. Κατέβασαν καντήλια και Χριστο- Παναγίες ειδικότητα του μπαρμπα Γιώργη πατά τη βαθειά χριστιανική του πίστη κι απογοητευμένοι είπαν να ανάψουν ένα τσιγάρο.

- Γιάννου , χαμέν’ κι χαμέν’ είμαστι δε σταματάς λίγου αυτό το διαουλοκουπί για να φμάρουμι καμμιά τσιγάρα;

Αποκαμωμένος ο Γιάννος δίνει τα κουπιά στο Γιώργη, βγάζει τη καπνοσακούλα, το μόνο εφόδιο που είχαν μαζί τους και φτιάχνει δύο τσιγάρα. Καπετάνιος τώρα ο μπαρμπά Γιώργης προσπαθούσε να καταφέρει αυτό που για ώρες δεν μπορούσε μαζί με τον φίλο του. Ξαφνικά καθώς με το ένα χέρι κρατούσε το τσιγάρο και χτυπούσε με το άλλο μόνο το ένα κουπί, βλέπουν την βάρκα να στρίβει, μόνη της χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το φαινόμενο.

- Θάμα Γιώργου, η Παναγία έκαμι του θάμα τα. Λέει ο Γιάννος με ζωγραφισμένη την ικανοποίηση στο πρόσωπο του.
- Δίκιου έχς Γιάννου, θάμα είνι τούτου. Ημείς όμως την βλαστμάμι κι αυτήν μας έσουσι.

Στα νώτα τους τώρα έχουν τα νησιά και μπροστά βλέπουν μόνο τη Βελά. Δεν σταματούν καθόλου υο κουπί και προσπαθούν να μη παρεκλίνουν από τη νέα πολυπόθητη κατεύθυνση. Φθάνουν στην στεριά και κατευθείαν πάνε στο πηγάδι για να σβήσουν την δίψα τους. Δεν γνωρίζουμε τι τάμα έκαμαν στη Παναγία, όμως από τότε τη βάρκα μόνο από μακριά την κοίταζαν μετά την καζούρα που έπαθαν και μονολογούσαν <<ου παθώς, μαθώς…>>